Πριν από μερικούς μήνες, συζητώντας με τον Γιώργο για το μελλοντικά του σχέδια, μου είπε, πως κάποια μέρα Θέλει να συναντηθούμε πάλι όλοι μαζί στο φωτοτομείο. Η ιδέα ήταν να φωτογραφήσει, όλους εμάς που συναντηθήκαμε πριν από δεκαπέντε χρόνια, τότε που αναζητούσαμε λύσεις και στήσαμε τα Φωτογραφικό Κέντρα Αθηνών, και τους άλλους νεώτερους φίλους που μας συνάντησαν αργότερα και έμειναν μέχρι σήμερα μαζί μας. Μου είπε πως Θα μας φωτογράφιζε ξαπλωμένους ανάσκελα, γυμνούς σκεπασμένους με ένα λευκό σεντόνι, κοιτάζοντας το κενό, να παίζουμε τους νεκρούς. Θα έβαζε τις φωτογραφίες να στέκονται οριζόντια σαν συρτάρια που βγαίνουν μέσα από τον τοίχο της γκαλερί. Θα είμασταν εμείς, αι φωτογράφοι, οι συλλέκτες καταστάσεων, προσώπων, σωμάτων, οι αποθανατιστές, καθηλωμένοι στην ύστατη πόζα. Γιατί η έννοια του θανάτου, ενός μικρού έστω θανάτου περιέχεται σε κάθε πράξη φωτογράφησης. Όχι σαν διάσωση από τη φθορά, τη λήθη, όχι σαν απαθανάτιση, αλλά σαν απονέκρωση, καταστροφή, απαγωγή. Οι φωτογραφίες που έχουμε πάρει δεν είναι απλά χαρτιά. Είναι οι ίδιες στιγμές ζωής, της δικής μας και των άλλων. Γι’ αυτό η φωτογραφία είναι διαφορετική από τις άλλες εικόνες. Συνδέεται άρρηκτα με τη ζωή, με την παρουσία μας σ’ ένα παρελθόντα χρόνο, τότε που στεκόμασταν μπροστά σε αυτό το πρόσωπο ή εκείνη την κατάσταση· και είμαστε οι μόνοι που γνωρίζουμε ον αυτό που πήραμε ως απεικόνιση του προσώπου ή της κατάστασης είναι αυτό που ήταν. Στο φωτοτομείο, θα είμαστε έτοιμοι να μας ανατμήσουν κοιτάζοντας βαθειά μέσα στα μάτια μας. Οι φωτογραφίες θα είναι στημένες έτσι που αρχικά να νομίζει κανείς πως πρόκειται για κάτι σοβαρό, μέχρι να φτάσει στην τελευταία φωτογραφία, όπου αυτοφωτογραφιζόμενος ο Γιώργος θα κλείνει με νόημα τα μάτι. Είναι θέατρο; είναι επινόηση; είναι πάθος, όραμα, διαστροφή; ‘Η μήπως είναι όλα μαζί, λίγο τα καθένα, ανάλογα με τη διάθεσή του; Του είπα, εντάξει, θα φωτογραφηθούμε έτσι όπως θέλεις. Καθώς ξάπλωσα στο βάθρο που είχε ετοιμάσει για τη φωτογράφηση και κοίταξα προς τα πάνω το φακό της μηχανής, άρχισα να σκέφτομαι πως αυτή η ιδέα δεν ήταν καθόλου αστεία.
ΚΩΣΤΗΣ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ 15/12/95