Άσυλο

ΟΙ ΑΘΕΑΤΟΙ

Η γέννηση του ασύλου μέσα στο οποίο η ψυχική νόσος απομονώθηκε από την κοινωνία ανάγεται, κατά τον Michel Foucault, στην πρακτική μαζικού εγκλεισμού των πλανώμενων απόκληρων (άεργων, ζητιάνων, ανάπηρων, συφιλιδικών, επιληπτικών, έκφυλων) στο Γενικό Νοσοκομείο που ιδρύθηκε στο Παρίσι το 1655. Η εγκάθειρξη αυτή αποτέλεσε ευρωπαϊκή απάντηση στην οικονομική κρίση του 17ου αιώνα, σκουπίζοντας από το δρόμο τον «ενοχλητικό» και θορυβώδη όχλο των περιθωριακών. Ένας στους εκατό κατοίκους του Παρισιού πέρασε τότε, έστω και για λίγο, από το Γενικό Νοσοκομείο, φαινόμενο το οποίο παρατηρείται την ίδια περίοδο σε πολλές περιοχές της Ευρώπης. Τα ιδρύματα αυτά φιλοξενούσαν επίσης «τρελούς» που το 17ο αιώνα επιδεικνύονταν, με μικρό αντίτιμο, ως κυριακάτικο θέαμα μέσα από κάγκελα. Μόνο στην Αγγλία, για την οποία σώζονται στοιχεία, οι θεατές υπερέβαιναν τις εκατό χιλιάδες ετησίως[1]. Με το πέρας της κρίσης ο φτωχός αποκαταστάθηκε ηθικά από τη βιομηχανική κοινωνία, καθώς ήταν πλέον απαραίτητη εργατική δύναμη. Το 19ο αιώνα η αναδυόμενη ψυχιατρική εισηγήθηκε τη θεραπευτική απομόνωση, διαχωρίζοντας τον ψυχασθενή σε ειδικά άσυλα. Ενώ όμως το άσυλο λογίζεται ως απαραβίαστος τόπος προστασίας και φροντίδας, στα ψυχιατρικά άσυλα η βία, σωματική και ψυχική, πλειοδότησε εμφατικά από την αρχή κάθε θεραπευτικής μεθόδου.

Στην Οθωμανική Ελλάδα η εκκλησία και το μοναστήρι αποτελούσαν κύριο καταφύγιο θεραπείας της ψυχικής νόσου ή, αντίστοιχα, μακρόχρονης απόσυρσης του ασθενούς. Πολλές εκκλησίες, μάλιστα, διατηρούσαν στο παρεκκλήσι κελί με κρίκο όπου δένονταν οι ψυχοπαθείς με αλυσίδα. Το πρώτο ψυχιατρείο του ελληνικού χώρου ιδρύθηκε το 1838 στην Κέρκυρα από τη Βρετανική Διοίκηση, ενώ ως τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο δεν ιδρύθηκε κανένα κρατικό ψυχιατρείο. Στα τέλη του 19ου αιώνα η αστυνομία των Αθηνών συλλάμβανε ακόμη ψυχοπαθείς τους οποίους έκλεινε σε υπόγεια κρατητήρια. Τη διετία 1914-15 μια ομάδα τέτοιων ψυχοπαθών και άλλων περιθωριακών στοιχείων μεταφέρθηκε από αστυνομικό τμήμα της Αθήνας σε μια έρημη βίλα στην Καλλιθέα. Τη δεκαετία του ’20 είχαν αυξηθεί σε περίπου τριακόσια άτομα και ζούσαν σε άθλιες συνθήκες, χωρίς ιατρική φροντίδα, με αστυνομική επιτήρηση. Από τη χαοτική αυτή συνθήκη μεταξύ τρώγλης, φυλακής και ασύλου γεννήθηκε το δημόσιο ψυχιατρείο της Αθήνας. Ανάλογη αφετηρία είχαν τα ψυχιατρικά ιδρύματα της Θεσσαλονίκης και της Σούδας[2].

Η ιστορία του ψυχιατρείου της Λέρου ξεκινά από την ιστορία των κτιρίων όπου αυτό στεγάστηκε. Οι Ιταλοί, που κατείχαν το νησί την περίοδο 1912-43, έχτισαν στο Μεσοπόλεμο ένα ναύσταθμο στο Λακκί, το μεγαλύτερο φυσικό λιμάνι της Ανατολικής Μεσογείου. Επρόκειτο για μια Νέα Πόλη, στο πρότυπο των Littoria, Sabaudia, Pontinia, Aprilia, Pomezia που σχεδιάστηκαν με βάση την πολιτική «επιστροφής στη γη», σχέδιο που το φασιστικό καθεστώς πρόβαλλε ως ανάχωμα στο μεγάλο κύμα μετανάστευσης αγροτών προς τα αστικά κέντρα. Πέρα από την αυστηρότητα των στρατώνων που φιλοξενούσαν επτά περίπου χιλιάδες στρατιώτες, στο γραφικό αιγαιοπελαγίτικο οικισμό αναδύθηκε μια σπάνια μοντερνιστική αρχιτεκτονική[3]. Το 1943 η Λέρος πέρασε σε γερμανικά χέρια και μετά από μια σύντομη αγγλική κατοχή, ενώθηκε το 1948 με την ελεύθερη Ελλάδα. Η μοναδική αρχιτεκτονική και πολεοδομική κληρονομιά του Λακκιού αγνοήθηκε επί μακρόν ως φασιστικό κατάλοιπο. Μέρος, όμως, των έρημων ιταλικών στρατώνων στέγασε από το 1949 τις Βασιλικές Τεχνικές Σχολές: κέντρα κατάρτισης και «εθνικής διαπαιδαγώγησης» νεαρών ανταρτών και ορφανών του Εμφυλίου, που στο διάστημα 1949-1964 φιλοξένησαν δεκαέξι χιλιάδες περίπου παιδιά. Στα τέλη του ’50, όταν οι σχολές αυτές πλέον ερήμωναν, βουλευτές του νομού άσκησαν πιέσεις για τη δημιουργία ενός ψυχιατρείου στη Λέρο καθώς υπήρχε ανάγκη αποσυμφόρησης των άλλων ψυχιατρείων, όπου μετά τον Εμφύλιο οι ασθενείς κοιμούνταν τρεις και τέσσερις στο ίδιο κρεβάτι. Υποστήριζαν ότι το νησί άδειαζε λόγω μετανάστευσης, όπως και ότι υπήρχε έτοιμη η λύση των ιταλικών στρατώνων. Είχε προηγηθεί η πρόταση ενός Ελβετού συμβούλου για τη σύσταση αγροτικών αποικιών ψυχασθενών, στο πρότυπο των γερμανικών και ελβετικών που λειτουργούσαν από το 19ο αιώνα. Στο πλαίσιο αυτό, το 1958 ιδρύθηκε στο Λακκί και στα Λέπιδα η «Αποικία Ψυχοπαθών Λέρου». Οι «άποικοι» άρχισαν να μεταφέρονται με αρματαγωγά σε μικρές ομάδες και από το 1965 σε μεγάλες ομάδες των 250-400 ασθενών που έφεραν ο καθένας ένα νούμερο στο στήθος. Πολλά από αυτά χάθηκαν στο ταξίδι με αποτέλεσμα, παρά τις προσπάθειες ταυτοποίησης, είκοσι περίπου ασθενείς να μείνουν «ανώνυμοι». Μετά την απώλεια του εαυτού τους μέσα στο άσυλο, κόβονταν πλέον και το έσχατο νήμα που τους συνέδεε με την κοινωνική τους ταυτότητα. Η μεταφορά των ψυχασθενών με πλοία ανακαλεί το πλοίο των τρελών (Narrenschiff) του Αλσατού ποιητή Μπραντ (1494), που ενέπνευσε τον ομώνυμο πίνακα του Ιερώνυμου Μπος (περ.1500). Στη Μεσαιωνική Ευρώπη άλλωστε, ιδιαίτερα στη Γερμανία, δεν ήταν άγνωστη πρακτική το στίβαγμα τρελών σε πλοία, συνήθως προσκυνητών, οι οποίοι ξεφορτώνονταν σε μακρινούς τόπους. Στην «Αποικία», που το 1965 έγινε Ψυχιατρικό Νοσοκομείο, μεταφέρθηκαν συνολικά περίπου τεσσεράμισι χιλιάδες ψυχασθενείς και διανοητικά καθυστερημένοι, κυρίως από τα δυο μεγαλύτερα άσυλα της χώρας, το «Δαφνί» των Αθηνών και το «Λεμπέτι» της Θεσσαλονίκης. Κριτήρια για την επιλογή των ασθενών που θα μεταφέρονταν ήταν το ανίατο και «αθεράπευτο», καθώς και η έλλειψη επισκεπτηρίου για ένα-δυο χρόνια, ενώ φυσικά απαιτούνταν η έγκριση των ψυχιάτρων της εποχής. Ήταν οι «αζήτητοι».

Τα ελληνικά νησιά είχαν χρησιμοποιηθεί από την αρχαιότητα για τον εξοστρακισμό όσων αποβάλλονταν από το κοινωνικό σώμα καθώς περιβρέχονταν από θάλασσα, παρέχοντας φυσική απομόνωση. Η πρακτική του εκτοπισμού συνεχίστηκε μέχρι σχετικά πρόσφατα, παρότι στο Μεσοπόλεμο το Αιγαίο αναδύθηκε ως νέο αισθητικό και πνευματικό ιδεώδες, το φωτογενές λίκνο του ελληνισμού, ενώ μεταπολεμικά τέθηκαν τα θεμέλια του μαζικού τουρισμού. Στο πλαίσιο αυτό η Λέρος, πλην των ορφανών του Εμφυλίου και των ψυχασθενών, φιλοξένησε στη Δικτατορία τέσσερις χιλιάδες περίπου πολιτικούς κρατούμενους σε δυο στρατόπεδα, στο Λακκί και στο Παρθένι (1967-71). Το στρατόπεδο του Λακκιού στεγάστηκε σε κτίρια των Βασιλικών Τεχνικών Σχολών, όπου εξόριστοι και ψυχασθενείς ζούσαν σε γειτονικούς στρατώνες που χωρίζονταν από ένα συρματόπλεγμα. Συχνά, μάλιστα, οι εξόριστοι δέχονταν απειλές ότι θα κατέληγαν στην «άλλη πλευρά». Αργότερα, σε κτίριο του στρατοπέδου πολιτικών κρατουμένων στεγάστηκε το περίπτερο 16 του ψυχιατρείου. Η επιβλητική διαδοχή φασιστικού στρατού, κέντρου «εθνικής διαπαιδαγώγησης», ασύλου, φυλακής στις ίδιες υποδομές της νησιωτικής κοινότητας δικαίωνε τον Foucault που έβλεπε πως υπήρχε κοινή ρίζα σε όλους τους φορείς εξουσίας οι οποίοι διώκουν τα εκάστοτε «μιάσματα», αποβλέποντας σε μια κοινωνία «ηθικά καθαρή». Είχε επίσης ως σοβαρή συνέπεια την ανάπτυξη μιας τοπικής «ιδρυματικής οικονομίας». Σημειώνεται ότι οι προμήθειες του στρατοπέδου πολιτικών κρατουμένων έκαναν κύκλους συμφερόντων του νησιού να διαμαρτυρηθούν όταν η Δικτατορία έδωσε αμνηστία το 1971. Οκτακόσιοι από τους εξήμισι χιλιάδες περίπου κατοίκους του νησιού, άλλωστε, εργάζονταν άμεσα ή έμμεσα για το ψυχιατρείο, που φιλοξενούσε κατά μέσο όρο περίπου δυο χιλιάδες ασθενείς.

Στα δεκαέξι περίπτερα του ψυχιατρείου οι ασθενείς ζούσαν ως αγέλη που σε μερικές περιπτώσεις, ως συνέπεια της ιδρυματικής βαρβαρότητας, δεν θύμιζε πια ανθρώπινο είδος. Αρκετοί είχαν σταματήσει να μιλούν, έτρωγαν σε συνθήκες απόλυτης βρωμιάς σε ένα περιβάλλον όπου η μυρωδιά του φαγητού ήταν ανάμικτη με αυτή των ούρων και των κοπράνων, ήταν γυμνοί ή αλυσοδεμένοι σε κρεβάτια. Υπήρχαν μόνο ένας ή δυο γιατροί για παραπάνω από δυο χιλιάδες ασθενείς. Η καθημερινότητα στους ανθρώπινους αυτούς στάβλους είχε εκφυλιστεί σ’ έναν ιδρυματικό λήθαργο. Η αυτοκτονία ήταν σύνηθες φαινόμενο. Η θνησιμότητα, μάλιστα, στο ψυχιατρείο της Λέρου υπερέβαινε εξήντα φορές εκείνη του γενικού πληθυσμού. Είναι σημαντικό να αναφερθεί, για να διαφανεί η συνθήκη λειτουργίας του ιδρύματος, ότι τη δεκαετία του ’80 η παιδική πτέρυγα του ασύλου αποκλείστηκε από το ευρωπαϊκό πρόγραμμα ψυχιατρικής μεταρρύθμισης λόγω του υψηλού ποσοστού αναπηριών των παιδιών[4]. Το εφιαλτικό 16ο, γνωστό ως περίπτερο των «γυμνών», ιδρύθηκε το 1984 για να κρυφτούν οι πιο εξαθλιωμένοι ασθενείς από μια επίσκεψη διεθνούς ομάδας γιατρών. Εκεί οι περισσότεροι ασθενείς είχαν πληγές και αναπηρίες, ζούσαν σε κτίρια γεμάτα βρωμιά και αίματα, καθαρίζονταν από το προσωπικό με το νερό της μάνικας, ενώ δέχονταν συχνά ωμή βία. Οι εργαζόμενοι στο ψυχιατρείο, κυρίως ντόπιοι ψαράδες και αγρότες, δεν είχαν καμία σχετική εκπαίδευση ή ειδίκευση. Λειτουργούσαν ως θηριοδαμαστές στην καθημερινή ζούγκλα του ασύλου, ολισθαίνοντας επίσης σταδιακά στον ιδρυματισμό και βρίσκοντας συχνά ανακούφιση στη χρήση ηρεμιστικών. Το άσυλο που θα έσωζε την κοινότητα από την ένδεια, την οδηγούσε στον ψυχικό μαρασμό.

Στα άλλα ιδρύματα, βέβαια, τα πράγματα δεν ήταν ρόδινα: στο Δαφνί τη δεκαετία του ’60 οι ασθενείς ζούσαν μέσα σε ακαθαρσίες και αντιστοιχούσε ένας εφημερεύων σε δυόμισι χιλιάδες αρρώστους[5]. Η «αποικία» βελτίωσε κάπως το αριθμητικό ισοζύγιο των άλλων ψυχιατρείων, αλλά δεν άλλαξε τις ιδρυματικές τους πρακτικές. Τα ψυχιατρεία της χώρας δεν ξεπέρασαν τη σύγχυση μέσα στην οποία γεννήθηκαν το Μεσοπόλεμο ως φυλακές ψυχών. Η καθυστέρηση της ψυχιατρικής στην Ελλάδα αθροίστηκε στη φρίκη των πολέμων, των εκτοπισμών, των ναζιστικών θηριωδιών, του Εμφυλίου, στην υστέρηση του βιοτικού επιπέδου που απέτρεπε τη φροντίδα ευπαθών κοινωνικών ομάδων, στα βαθιά συντηρητικά ανακλαστικά. Οι ψυχασθενείς και άλλοι περιθωριακοί θεωρούνταν συχνά στίγμα ή αντιπαραγωγικό βάρος και ρίχνονταν στο έρεβος του ψυχιατρείου, σε ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 ξέσπασαν καταγγελίες στην Ελλάδα και διεθνώς από επιστήμονες που συγκρότησαν την ομάδα της Λέρου (Σκλήρη, Γεωργιάδης, , Ιωαννίδης, Λουκάς, Μπαϊρακτάρης, Μωρογιάννης, Τόλιας). Το 1981, για παράδειγμα, σε δημοσίευμα των Νέων η ομάδα ζητά τη ματαίωση προγραμματισμένης διακομιδής ασθενών στη Λέρο από τη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα, καταγγέλλοντας τη «βαναυσότητα και τη μηδαμινή θεραπευτική απόδοση ενός ασύλου, όπου οι ασθενείς ήταν ζωντανοί-νεκροί, σε μόνιμη καθήλωση ή φαρμακευτική καταστολή»[6]. Παρά τη σοβαρότητα της καταγγελίας, το δημοσίευμα φιλοξενήθηκε ως μονόστηλο στην τελευταία σελίδα. Η ομάδα έβλεπε τα ψυχιατρεία ως θεσμούς βίας που πρέπει να κλείσουν και αντιμετώπιζε την ψυχιατρική, παράλληλα, ως κοινωνικό αγώνα και την εγκάθειρξη ως βραχίονα ενός αυταρχικού κοινωνικού μηχανισμού. Οι φωνές τους διαπέρασαν το τείχος της αδιαφορίας και τράβηξαν κάποια προσοχή στη Λέρο. Την άνοιξη του 1982 το άσυλο επισκέφθηκαν ο δημοσιογράφος Κώστας Παπαπέτρου και ο φωτογράφος Νίκος Παναγιωτόπουλος για ένα ρεπορτάζ του Ταχυδρόμου. Ο άνεμος της πρόσφατης σοσιαλιστικής νίκης ευνοούσε τις σκανδαλώδεις αποκαλύψεις για τη μακρά συντηρητική διακυβέρνηση. Έτσι, η άδεια εισόδου στο ίδρυμα, αδύνατη τόσο παλιότερα όσο και αργότερα, έγινε δυνατή στο μεταίχμιο μιας ορμητικής αλλαγής σκυτάλης που παρέσυρε, συχνά μόνο προσωρινά, πολλούς φραγμούς. Ο Γιώργος Δεπόλλας ακολούθησε την αποστολή ως ελεύθερος φωτογράφος. Η ομάδα ξεναγήθηκε για λίγες ώρες σε δυο μόνο πτέρυγες, εμφανώς προετοιμασμένες, χωρίς δυνατότητα επιλογής των χώρων της επίσκεψης.

Πώς προσέγγισε ο Δεπόλλας το ψυχιατρείο της Λέρου; Ενώ στις περισσότερες εργασίες του επιχειρεί τον πληρέστερο δυνατό έλεγχο της εικόνας, τεχνικά και αισθητικά, λόγω των σπουδών του ίσως στη σκηνοθεσία κινηματογράφου, όπου ακόμη και η πιο απλή σκηνή αποτελεί αντικείμενο σχολαστικής οργάνωσης, ο ελάχιστος χρόνος παραμονής στη Λέρο μαζί με το σοκ από το θέαμα που αντίκρισε οδήγησαν σε μια φωτογράφηση ενστικτώδη, όπου η ωμή πραγματικότητα επιβάλλεται χωρίς πολλές περιστροφές. Ανιχνεύεται βέβαια μια σειρά επιλογών που καθόρισαν αποφασιστικά το πλαίσιο της εργασίας. Είναι σαφές, για παράδειγμα, ότι η έμφαση των φωτογραφιών βρίσκεται στην ανθρώπινη συνθήκη. Η τεκμηρίωση των χώρων του ιδρύματος, εσωτερικών ή αύλειων, γίνεται ελλειπτικά, συμπληρωματικά. Η απόσταση λήψης είναι συχνά αρκετά κοντινή ώστε να επιχειρείται η μετωπική προσέγγιση του ανθρώπου. Ο φωτογράφος, όμως, δεν περιφέρεται λαθραία· δηλώνει ανοιχτά την παρουσία του και προσκαλεί τη δυνητική συμμετοχή του ασθενή, στάση που συχνά οδηγεί σε μια σιωπηλή, αλλά ουσιαστική ανταλλαγή. Αντιμετωπίζει προσεκτικά όσους αρνούνται την επικοινωνία, όπως ο ασθενής που κρύβει το κεφάλι στο σακάκι ή οι άνθρωποι με τις τυφλές χειρονομίες και τα βλέμματα που στρέφονται στο κενό. Η διαβίωση στις σκληρές συνθήκες του ψυχιατρείου οδηγεί, άλλωστε, συχνά στην απόσυρση σε ένα κόσμο εσωτερικό, ερμητικό: το έσχατο καταφύγιο αντίστασης απέναντι στην αδιέξοδη βαρβαρότητα, καταφύγιο από το οποίο δεν είναι βέβαιο ότι μπορεί κανείς να επιστρέψει χωρίς απώλειες. Αλλού καταγράφεται μια αίσθηση συλλογικότητας, καθώς μικρές ομάδες ασθενών αναπτύσσουν ως άμυνα τη συντροφικότητα. Σε μια φωτογραφία μια ομάδα αντρών, όλοι σχεδόν γυμνοί, κάθονται στο τσιμέντο της αυλής σχηματίζοντας ένα τόξο. Μοιάζουν απορροφημένοι σε κόσμους ασύμπτωτους, έρποντας ως ζωντανά ερείπια, απορροφώντας βουβά ενέργεια ο ένας από την ύπαρξη του άλλου. Η φωτογραφία εικονίζει τη συνύπαρξη σ’ ένα χώρο γεμάτο τσαλακωμένες ψυχές και κλειδωμένα σώματα που κρύβουν συχνά ανάλαφρα χαμόγελα.

Ικανό μέρος των φωτογραφιών είναι πορτραίτα τραβηγμένα, με εξαιρέσεις που υπαγορεύθηκαν από την ιδιαίτερη συνθήκη του ασθενή ή του χώρου, από το ύψος του βλέμματος του εικονιζόμενου. Έτσι, προσφέρουν στον έγκλειστο ασθενή τη θέση ισότιμου συνομιλητή, προκρίνοντας την αντιμετώπισή του όχι ως εξωτική ύπαρξη που πρέπει να εξημερωθεί φωτογραφικά, αλλά με την ειλικρινή δεκτικότητα και το ίδιο διεισδυτικό βλέμμα με το οποίο ο Δεπόλλας αναζητά και σε άλλες εργασίες μια γνήσια υπαρξιακή δόνηση. Κατά τον Foucault, άλλωστε, ο σεβασμός προς την τρέλα μπορεί να εκδηλωθεί μόνο όταν αυτή αναγνωριστεί ως ακρότατο σύνορο της ανθρώπινης αλήθειας[7]. Πολλά από τα βλέμματα στα πορτραίτα αυτά έρχονται από βαθιά, από τα μύχια του εαυτού, εξορκίζοντας σε μερικές περιπτώσεις τη βιωμένη ακρότητα με μια ήρεμη στοχαστικότητα, όπως στη φωτογραφία του άντρα που σταυρώνει τα δάχτυλα, ενώ στον τοίχο πίσω του παιχνιδίζουν τα γραμμένα συνθήματα. Σε μια άλλη φωτογραφία ένας νεαρός άντρας φωτογραφίζεται από κοντά: πίσω από το κεφάλι του οι σκιές των κλαδιών δημιουργούν ένα χαοτικό πλέγμα γραμμών που συναντιούνται και χωρίζονται, διαγράφοντας μια ακαθόριστη περιοχή σύγχυσης. Κάποιοι έγκλειστοι μοιάζουν αδιευκρίνιστου φύλου, καθώς οι κοινωνικοί και βιολογικοί τους ρόλοι καταργήθηκαν βίαια.

Μια ενότητα φωτογραφιών αξιοποιεί τη δύναμη του στιγμιότυπου στην άμεση καταγραφή της ιδρυματικής συνθήκης, στο συσχετισμό ανθρώπου και χώρου, με σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, μακριά από φωτογενείς εντυπώσεις που τρέφουν το βλέμμα αλλά δυσχεραίνουν την κατανόηση. Χαρακτηριστική είναι η φωτογραφία από το προαύλιο μιας πτέρυγας όπου ένα μικρό πλήθος τροφίμων περιφέρεται αμήχανα σε άτακτες, μοναχικές συνήθως, τροχιές που οργώνουν τον ανοικτό χώρο. Το πλάνο είναι μακρινό κάνοντας τις μορφές να μοιάζουν με σημεία στίξης. Κάποιοι κάθονται σκεφτικοί σε ξεχασμένα παγκάκια, άλλοι ξαπλώνουν στη γη, μερικοί βαδίζουν μουδιασμένα ή συζητούν σε δυάδες, καταναλώνοντας αυτό το αντίδωρο ελευθερίας που το άσυλο προσφέρει μάλλον ως ασπίδα προστασίας στον κανιβαλισμό. Αλλού η φωτογραφία καταγγέλλει τα γυμνά σώματα με κουρεμένα κεφάλια, κουλουριασμένα σε τσουβάλια, σαν μπόγους με άπλυτα, την κατάσταση ανθρώπων που έχουν γίνει αγρίμια, όπως η γυμνή γυναίκα που είναι αλυσοδεμένη σε ένα δέντρο ή ο βυθισμένος στις κουβέρτες νεαρός με το σκοτεινό βλέμμα. Ο Δεπόλλας έμεινε άφωνος ενώπιον του ασυλικού χάους όπου βαριά περιστατικά χωρίς ιδιαίτερη ιατρική φροντίδα βυθίζονταν στο ίδιο τέλμα με ανθρώπους με νοητική καθυστέρηση, με άτομα που βρέθηκαν στο άσυλο λόγω «παρεκκλίνουσας» συμπεριφοράς και δεν μπορούσαν να διαπραγματευτούν την έξοδό τους από το άσυλο, που μετά το μακρόχρονο ιδρυματισμό και την εγκατάλειψη από την οικογένεια και την κοινωνία ήταν συχνά ό,τι τους είχε απομείνει.

Η γυμνότητα των «αζήτητων» αποκαλύπτει πόσο εκτεθειμένοι ήταν, κυριολεκτικά και μεταφορικά, σπρωγμένοι σε ένα ανακλαστικό πρωτογονισμό για τον οποίο στη συνέχεια τιμωρούνταν, ξεχασμένοι να επιβιώνουν κατά λάθος χάρη στα ατομικά τους αποθέματα αντίστασης. Σε μια κοινωνία που επιμένει, συνειδητά ή ασυνείδητα, στη θρησκόληπτη ενοχικότητα του σώματος, η γυμνότητα των έγκλειστων ασθενών τεκμαίρει τη μετατόπιση του «αζήτητου» σε οριστικά «αθέατο». Η γυμνότητα αυτή έρχεται σε περίεργη αντίθεση με την επιθεωρησιακή ετοιμότητα των χώρων όπου τα πατώματα γυαλίζουν, η αυλή είναι πεντακάθαρη, τοίχοι και δέντρα είναι ασβεστωμένα σε μια επίδειξη λευκότητας που μαρτυρά επιφανειακή, αν όχι ειρωνική, προσήλωση στην υγιεινή. Οι φωτογραφίες του Δεπόλλα υποδεικνύουν το άσυλο σαν μια αμασκάριστη μικρογραφία, χωρίς αναστολές, του κόσμου όπου η ωμή σκληρότητα διαδέχεται την τρυφερότητα. Αυτό προδίδει η εικόνα της γυναίκας που σφίγγει πάνω της μια κούκλα σε ένα μεγάλο, έρημο θάλαμο με την ψυχρότητα παλιού στρατώνα. Στον ίδιο θάλαμο, σε άλλη φωτογραφία, δυο γυναίκες χορεύουν αγκαλιασμένες ξορκίζοντας τα δαιμόνια της ασθένειας, της μοναξιάς, της καταπίεσης. Γύρω τους τα κρεβάτια είναι στρωμένα και στοιχημένα σε μια επιβλητική, αν όχι αφύσικη, επίδειξη απόλυτης τάξης της οποίας η κούκλα παραμένει μοναχικός θεατής.

Τα παιδιά με τα μελαγχολικά βλέμματα, που έχουν εμφανώς στερέψει από παιδικότητα, δεν είχαν καν την ευκαιρία να γνωρίσουν τον κόσμο που τους έστειλε εκεί: κάποια πήγαν ακόμη και σε ηλικία επτά ετών. Τα ευμεγέθη κούτσουρα στον περίβολο μοιάζουν αιχμηρές υπομνήσεις της ακρωτηριασμένης ζωής. Σε μια φωτογραφία ένας άνθρωπος κάθεται σε ένα τέτοιο κούτσουρο, με την πλάτη στο φακό, στον άδειο περίβολο. Η αόριστη μοναχικότητα της παρουσίας του διαλέγεται με τα δυο αυτοσχέδια μονοπάτια στο πατημένο χορτάρι που καταλήγουν στο συρματόπλεγμα: δεν υπάρχει διαφυγή, μονάχα στο εσωτερικό του εαυτού. Άνθρωποι γλιστρούν στις σκιές των τοίχων, βυθισμένοι σε εσωτερικούς μονόλογους που σβήνουν στο λαμπύρισμα της λαδομπογιάς. Κάποια βλέμματα είναι θαμπά από τον εξουθενωτικό συνδυασμό ασθένειας, φαρμάκων και ιδρυματικής βίας, ενώ άλλα εκπέμπουν φως, σε μια εναλλαγή όπου την παραίτηση διαδέχεται η δίψα για ζωή.

Τα αυστηρά κτίρια, οριοθετημένα με δικτυωτό σύρμα και συρματόπλεγμα, καθώς και οι εσωτερικοί χώροι, που σφραγίζονται από κολώνες και κάγκελα, μαρτυρούν ευδιάκριτα τη συνθήκη εγκλεισμού. Όμοια, το ορθογώνιο πλαίσιο της φωτογραφίας αντηχεί επικίνδυνα τη δομική αυτή αυστηρότητα, λειτουργώντας ως πλαίσιο περιορισμού στην αντίληψη της ασυλικής πραγματικότητας. Οι εσωτερικοί χώροι ανακαλούν μεσαιωνικά μπουντρούμια και μοιάζουν απογυμνωμένοι από κάθε ίχνος πολιτισμού. Σε μια κοινωνία δημοκρατική, όπου δεσπόζει κυριαρχικά και προπαγανδίζεται μεθοδικά το πρόταγμα της υλικής ευημερίας, η γυμνότητα του ψυχιατρείου μοιάζει να ανταγωνίζεται οδυνηρά εκείνη των έγκλειστων ασθενών που εξορίζονται από κάθε επαφή με την ατομική ή συλλογική μνήμη, την αίσθηση χρόνου ή συμμετοχής, αδύναμοι να κατέχουν οτιδήποτε ανακαλεί την πρότερη ζωή τους, ανακαλώντας τον Foucault που υποδεικνύει τη σύγχυση εκείνη, η οποία τείνει να ταυτίζει τη χειρονομία που τιμωρεί με εκείνη που θεραπεύει[8]. Οι έγκλειστοι ασθενείς της Λέρου φανερώνονται μέσα από τις φωτογραφίες ως άνθρωποι που δεν διαθέτουν άμυνες απέναντι στο φακό. Δεν διεκδικούν να φιλοτεχνήσουν την εικόνα τους, αν διαθέτουν καθόλου εικόνα του εαυτού τους. Ο άνθρωπος και η εικόνα του μοιάζουν να συναντιούνται μοναδικά στην επίπεδη επιφάνεια της φωτογραφίας, μηδενίζοντας σχεδόν την απόσταση ανάμεσα στην ύπαρξη και την αγωνία της αναπαράστασής της. Αυτό φαίνεται να υποδεικνύει η νεαρή κοπέλα που, καθισμένη στο μεταίχμιο φωτός και σκιάς, μας επιστρέφει μέσα από τη φωτογραφία ένα ήρεμο, βαθύ βλέμμα πλήρες ερωτήσεων.

Τα ασπρόμαυρα υλικά, συνήθης επιλογή του Δεπόλλα, υπογραμμίζουν τη λιτότητα και αυστηρότητα της καταγραφής, αποφεύγοντας τη λοξοδρόμηση σε τυχαίες εστίες χρωματικής σαγήνης. Η προσήλωση στην καθαρή φωτογραφία εκφράζει, αντίστοιχα, την επιθυμία να αποτραπεί κάθε ανέξοδη αισθητικοποίηση ή στυλιστική ακροβασία. Οι φωτογραφίες εμπεριέχουν αναπόφευκτα μια αντιφατική χρήση του χρόνου. Το ελάχιστο κλάσμα χρόνου που απαιτείται για τη δημιουργία τους μέσα στο συμπυκνωμένο χρόνο μιας επίσκεψης από τον «πραγματικό», πυρετώδη κόσμο, αντιδιαστέλλεται με τον ωκεανό στατικότητας του ασυλικού χρόνου, που αναστατώνεται περιοδικά και άτακτα από την άφιξη νέων ασθενών ή το θάνατο παλαιών.

Ο Δεπόλλας και ο Παναγιωτόπουλος δεν ήταν οι μόνοι που έστρεψαν το φακό τους στα σωθικά του ασύλου εκείνη την εποχή. Το 1982 ο Κωστής Ζώης γύρισε για τη Λέρο το βραβευμένο ντοκιμαντέρ Οι Αζήτητοι. Σε διεθνές επίπεδο σταθμός υπήρξε η Φωλιά του Κούκου (1975) του Milos Forman, ταινία που έδειξε το ψυχιατρείο ως τόπο εγκλεισμού κάθε ιδιαιτερότητας, από τον μελαγχολικό ως τον μικροκακοποιό, επιχειρώντας κατάδυση στο σκοτεινό κόσμο της ψυχιατρικής αυθαιρεσίας. Αίσθηση προκάλεσε επίσης στα τέλη του ’70 το San Clèmente, η φωτογραφική εργασία του Raymond Depardon από το ομώνυμο ψυχιατρικό ίδρυμα κοντά στη Βενετία. Η δουλειά του Depardon, βασισμένη κυρίως στη δύναμη του στιγμιότυπου να περιγράφει φευγαλέες όψεις της ψυχικής κατάστασης, βρίθει συμβολισμών: η σκιά μεταμορφώνει τον έγκλειστο σε φαντασματική μορφή, ενώ η αντίθεση φως-σκοτάδι παραμένει ανοιχτό υπονοούμενο. Προηγήθηκε η άγρια δεκαετία του ΄60 όταν οι φωτογράφοι εναντιώθηκαν σε κυβερνήσεις, περιπλανήθηκαν στα σκοτεινά σοκάκια της κοινωνίας, μπήκαν σε φυλακές υψίστης ασφαλείας. Υπήρχε εγρήγορση και πίστη στη δυνατότητα κοινωνικής αλλαγής και οι φωτογράφοι πήραν θέση μάχης. Το άσυλο καθυστέρησε γιατί η φωνή του έρχεται από πολύ βαθιά για να γίνει εύκολα ακουστή.

Ο διάλογος για την αναθεώρηση του ψυχιατρικού ασύλου ξεκίνησε στην Ευρώπη και στην Αμερική μεταπολεμικά, όταν ετέθη πλέον πιο επιτακτικά η ηθική διάσταση των ζητημάτων της υγείας. Μια αιτία ήταν ο θάνατος από πείνα, στη διάρκεια του πολέμου, σαράντα περίπου χιλιάδων ασθενών στα ευρωπαϊκά άσυλα, καθώς και η απόλυτη φρίκη των στρατοπέδων συγκέντρωσης, που μαζί με τα θηριώδη ιατρικά πειράματα του ναζισμού περιλάμβανε την ευθανασία των ψυχασθενών. Τη δεκαετία 1965-75 η κριτική πήρε τη μορφή του αντι-ψυχιατρικού κινήματος που αμφισβήτησε τη λειτουργία και το λόγο ύπαρξης του ψυχιατρείου. Ο Franco Basaglia, πρωτοπόρος της Αποϊδρυματοποίησης στην Ιταλία, κατηγόρησε το ψυχιατρείο ως αντιθεραπευτικό θεσμό και εργαλείο κοινωνικού αποκλεισμού, και την ψυχιατρική ως μια κατασκευή του κυρίαρχου συστήματος που διασφαλίζει τον επιστημονικό μανδύα για τον περιορισμό της αποκλίνουσας συμπεριφοράς και τη διατήρηση της κοινωνικής τάξης και ομογενοποίησης που εγγυώνται απρόσκοπτες συνθήκες παραγωγής[9]. Το ψυχιατρείο ήρθε στο προσκήνιο όχι ως ιατρικό μόνο αλλά και ως πολιτικό ζήτημα, καθώς παρά το υποθετικό «σπάσιμο των αλυσίδων των τρελών» από τον Philippe Pinel στο Παρίσι των αρχών του 19ου αιώνα, τα δεσμά που έδεναν το σώμα και το πνεύμα των έγκλειστων ασθενών ήταν ακόμη πολύ ισχυρά, κατοχυρώνοντας τον ακούσιο εγκλεισμό καθώς και την ιατρικοποίηση της φυλακής του ψυχιατρείου.

Οι καταγγελίες των αρχών του ’80 για τη Λέρο πέτυχαν να σταματήσουν τη διακομιδή ασθενών το 1981, ενώ το αφιέρωμα του Ταχυδρόμου το 1982 υπήρξε γροθιά στο στομάχι, αντλώντας δύναμη από τις ζοφερές φωτογραφίες του Παναγιωτόπουλου. Να σημειωθεί ότι οκτώ από τις εννιά σελίδες του αφιερώματος είχαν μόνο φωτογραφίες, σε μια ασυνήθιστη για τα ελληνικά δημοσιογραφικά ήθη της εποχής όσο και δραματική υπεροχή της εικόνας έναντι του λόγου[10]. Τότε ξεκίνησε μια απόπειρα μεταρρύθμισης του ιδρύματος την οποία το κράτος δεν είχε την απαιτούμενη ωριμότητα να στηρίξει ουσιαστικά. Το εφιαλτικό περίπτερο 16, άλλωστε, που λίγα χρόνια μετά υπήρξε η πέτρα του διεθνούς σκανδάλου, ιδρύθηκε μόλις το 1984. Εντύπωση προξενεί το ότι η ψυχιατρική κοινότητα δεν αντέδρασε συλλογικά, παρά τη σωρεία καταγγελιών και το ρεπορτάζ του Ταχυδρόμου. Θεωρείται βέβαιο ότι γνώριζε, λιγότερο ή περισσότερο, την κατάσταση αλλά προτίμησε να απορροφήσει τις πιέσεις και να επιδείξει ανοχή προς την κρατική αδιαφορία και, τελικά, ασυδοσία. Μαρτυρείται, μάλιστα, ότι σε άλλα ψυχιατρεία η Λέρος επικρεμόταν ως απειλή πάνω από «ενοχλητικούς» ασθενείς. Άλλωστε η Λέρος δεν αποτελούσε εξαίρεση. Απλά, όταν ήρθε στη δημοσιότητα γέμισε το κάδρο αρκετά, καλύπτοντας την ευρύτερη ιδρυματική αθλιότητα της χώρας[11].

Στις αρχές του 1989 μια ομάδα εργαζομένων στη Μονάδα Επανένταξης του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης και μια αντίστοιχη ομάδα εργαζομένων στο Κρατικό Θεραπευτήριο Λέρου ξεκινούν, με πρωτοβουλία των Γιάννη Λουκά και Κώστα Μπαϊρακτάρη και τη συνεργασία πολλών εθελοντών φοιτητών από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, μια παρέμβαση στο περίπτερο 16 που αμφισβητούσε το ιδρυματικό μοντέλο. Αντίστοιχη παρέμβαση ξεκινά την ίδια περίοδο με πρωτοβουλία του Θόδωρου Μεγαλοοικονόμου στο περίπτερο 11. Στην ομάδα αυτή προστέθηκαν αργότερα μια ιταλική και μια ολλανδική, στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής συνεργασίας. Τον Σεπτέμβριο του 1989, και ενόσω οι παρεμβάσεις ήταν σε εξέλιξη, ο Observer φιλοξένησε αποκλειστικό δημοσίευμα με τίτλο «Το ένοχο μυστικό της Ευρώπης» για τους ψυχασθενείς, διανοητικά καθυστερημένους και ανάπηρους που ζούσαν στη Λέρο σε συνθήκες που, όπως σημείωνε ο απεσταλμένος δημοσιογράφος John Merritt, ανακαλούσαν στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ακολούθησε σύντομα ένα ντοκιμαντέρ του BBC με το ίδιο θέμα. Πυροδοτήθηκε θόρυβος στο διεθνή Τύπο που έκανε το νησί γνωστό ως χωματερή των ελληνικών ψυχιατρείων και ενέγραψε το ίδρυμα ως μελανή σελίδα στα διεθνή ψυχιατρικά χρονικά. Ο αντίκτυπος στο εσωτερικό ήταν επίσης ισχυρός: είχαμε πλέον εκτεθεί ευρέως στα μάτια της πολιτισμένης Ευρώπης, που διέθετε βέβαια τα δικά της «ένοχα μυστικά». Το σχετικό δημοσίευμα της Ελευθεροτυπίας, για παράδειγμα, επιγράφεται «Ρεζίλι διεθνώς!» και προτάσσει το διασυρμό της χώρας. Συγχρόνως, ανακαλύπτει τη «σύγχρονη πύλη του Άδη» μέσα από τις σκληρές περιγραφές της βρετανικής ανταπόκρισης, παρότι αυτή είχε προ ετών ήδη καταγραφεί στον ελληνικό Τύπο[12]. Η κατάσταση ήταν για άλλη μια φορά αποκαλυπτική της νεοελληνικής συνθήκης: ιδρύσαμε άσυλα και «αποικίες» με βάση νόρμες και νόμους της Ευρώπης, από την οποία εκπορευόταν το φως του σύγχρονου πολιτισμού. Ύστερα ήρθαν οι επιπλήξεις των «δασκάλων», λόγω υπερβάλλοντος ζήλου στην εφαρμογή, και η ντροπή των εκτεθειμένων «μαθητών». Όπως σημειώνει ο Θανάσης Καράβατος, βέβαια, τόσο η αμφισβήτηση όσο και η μεταρρύθμιση ήταν επίσης εξ Εσπερίας καταγόμενες[13]. Η ευρωπαϊκή κατακραυγή για τη Λέρο περιείχε τη φαρισαϊκή κατάπληξη εκείνων που βρέθηκαν ενώπιον του βάρβαρου, πρόσφατου παρελθόντος τους. Να σημειωθεί ότι η Παγκόσμια Ψυχιατρική Εταιρεία υιοθέτησε τις αρχές της «ενημερωμένης συναίνεσης στη νοσηλεία και της αποφυγής ψυχιατρικών παρεμβάσεων επί απουσία ψυχικής διαταραχής» μόλις το 1977, ενώ ενέκρινε την πρώτη Διακήρυξη για τα δικαιώματα των ψυχικά ασθενών το 1989[14].

Η σκληρή, συλλογική δουλειά χρόνων των ομάδων που αναφέρθηκαν βελτίωσε σημαντικά τη ζωή των έγκλειστων ασθενών της Λέρου, πολλοί από τους οποίους απέκτησαν, σταδιακά, ξανά ανθρώπινη υπόσταση και επιθυμίες. Ιδρύθηκε ένας αγροτικός συνεταιρισμός και συνεταιριστικά εργαστήρια όπου έμαθαν να παράγουν τεχνουργήματα. Άρχισαν να βγαίνουν έξω, μετά να διανυκτερεύουν. Σήμερα, οι περισσότεροι ζουν σε μικρές μονάδες ή σπίτια που επιβλέπονται από ειδικευμένους νοσοκόμους. Τα ισότιμα δικαιώματά τους ως πολιτών διεκδικήθηκαν για πρώτη φορά. Αντίθετα με το παρελθόν, οι ντόπιοι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην επανένταξη των ασθενών. Η συστηματική δουλειά που έγινε στη Λέρο, όμως, δεν αντανακλά την ευρύτερη εικόνα της ελληνικής ψυχιατρικής μεταρρύθμισης των τελευταίων είκοσι χρόνων που βελτίωσε σημαντικά τη ζωή των χρόνιων ασθενών, αλλά έγινε αποσπασματικά, χωρίς κεντρικό σχεδιασμό, μοιάζοντας συχνά πιο πολύ με τεχνοκρατικό στρατήγημα παρά με ανατροπή της ασυλικής νοοτροπίας: ψυχιατρεία συρρικνώθηκαν ή έκλεισαν χωρίς ουσιαστική επανένταξη και αποτροπή των συνθηκών που οδηγούν στο άσυλο· δομές φιλοξενίας πρώην ασθενών βρέθηκαν να κλειδώνουν τη νύχτα τις πόρτες και να δένουν ένοικους στο κρεβάτι· αγνοήθηκαν, εν πολλοίς, οι διεθνείς επιτυχίες της ψυχιατρικής πολιτικής του Τομέα που προβλέπει, μεταξύ άλλων, την παραμονή του ασθενή κοντά στο κοινωνικό και οικογενειακό του περιβάλλον, την παροχή πλήρους δικτύου υπηρεσιών σε όλα τα επίπεδα που βοηθά στην αποτροπή της χρονιότητας και της ιδρυματοποίησης, στην αναγνώριση των δικαιωμάτων του ασθενή. Καρπός των αδυναμιών της μεταρρύθμισης υπήρξε το φαινόμενο της «περιστρεφόμενης πόρτας», η επιστροφή δηλαδή ασθενών στο ψυχιατρείο για ακούσια νοσηλεία και η «νεοϊδρυματική λογική» σε πολλά οικοτροφεία.

Σημαντικό ρόλο στη γνωστοποίηση του ζητήματος της Λέρου έπαιξε η φωτογραφία και η χρήση της ως μέσου καταγγελίας και ως μοχλού κοινωνικής αλλαγής. Η σχέση της φωτογραφίας με το άσυλο πέρασε από διάφορες φάσεις. Το 19ο αιώνα χρησιμοποιήθηκε ευρέως ως μέσον διάγνωσης, αυτοψίας, αναγνώρισης. Ο Hugh Welch Diamond ήταν από τους πρώτους που φωτογράφησε με υγρές πλάκες κολλοδίου γυναίκες ασθενείς του Surrey County Asylum τη δεκαετία του 1850. Το εικονογραφημένο με βάση τη φωτογραφία Physiognomy of Insanity του Diamond επιχείρησε να επεκτείνει τη φυσιογνωμική θεωρία στις ψυχικές παθήσεις[15]. Ενώ όμως το 19ο αιώνα υπήρχαν άσυλα που διέθεταν έως και φωτογραφικό εργαστήριο, ακολούθησε η απομάκρυνση της φωτογραφίας με την αιτιολογία του ιατρικού απορρήτου. Η φωτογράφηση του εγκλείστου δεν απαιτούσε απλά τη συνεργασία, αλλά την άδεια της διοίκησης και του θεράποντα γιατρού. Έτσι, το κράτος μπορούσε να εγκλείει κάποιον ισόβια παρά τη θέλησή του σε ένα ίδρυμα όπου η βία και η καταστολή ευδοκιμούσαν, καλυμμένες με ένα πέπλο μυστικότητας. Γνωστό είναι το παράδειγμα της μετα-σταλινικής Σοβιετικής Ένωσης όπου χρησιμοποιήθηκε εκτεταμένα η πρακτική της εξαφάνισης αντιφρονούντων σε ψυχιατρικά άσυλα με την ετικέτα του ψυχασθενή. Το 1966, μάλιστα, ανακοινώθηκε από τον Σοβιετικό ψυχίατρο Αντρέι Σνεϊέφσκι μια μορφή «σχιζοφρένειας βραδείας εξέλιξης», με «πρακτικά μη ανιχνεύσιμα συμπτώματα». Η Παγκόσμια Ψυχιατρική Εταιρεία κατάλαβε ότι επρόκειτο για φύλλο συκής που δικαιολογούσε τον εγκλεισμό για πολιτικούς λόγους στο όνομα μιας υποθετικής ασθένειας, καθώς υπήρξαν και σχετικές καταγγελίες, αλλά δεν αντέδρασε αποφεύγοντας να επιδεινώσει το βαρύ κλίμα του Ψυχρού Πολέμου. Έτσι επιβεβαίωσε, στην υψηλότερη δυνατή κλίμακα, το καπέλωμα της ιατρικής από την πολιτική[16].

Η έλλειψη εξοικείωσης, που οι απαγορεύσεις αυτές επιβάλλουν, υπέθαλψε επίσης την αποκαλούμενη «δεύτερη νόσο», το κοινωνικό στίγμα της ψυχασθένειας, ακολουθώντας το ιστορικό παράδειγμα νόσων όπως η σύφιλη, η φυματίωση, ο καρκίνος. Έτσι, συντηρήθηκε η, συχνά απατηλή, εικόνα του βίαιου, ανίατου ασθενή που επικύρωνε την απόλυτη ιατρική δικαιοδοσία ελέγχου. Οι έγκλειστοι ασθενείς παρέμεναν εν πολλοίς «αθέατοι» αν και η αναπαράστασή τους, σε ιδρυματική ή άλλη συνθήκη, συνιστά ουσιαστικά ατομικό τους δικαίωμα. Είναι αλήθεια ότι μέρος των ανθρώπων που νοσούν ψυχικά δεν έχουν σαφή αντίληψη της πρακτικής και των εφαρμογών της φωτογραφίας όπως και ότι δεν διαθέτουν έλεγχο της εικόνας τους. Όταν όμως στοχεύει κανείς στην αποκάλυψη της ιδρυματικής βίας δεν μπορεί να αναμένει την ευλογία εκείνου που υποθάλπει αυτή τη βία. Έχει την κρίσιμη ευθύνη να καταγράψει τη φωνή αυτών που σβήνουν με άναρθρες κραυγές, αποφεύγοντας να διαβεί το κατώφλι της εικονογραφικής εκμετάλλευσης. Το ερώτημα, όμως, τίθεται και αντίστροφα: πόσοι «φυσιολογικοί» πολίτες φωτογραφίζονται ανύποπτα, χωρίς να γνωρίζουν ότι θα εκτεθούν σε λευκώματα και εκθέσεις, εφημερίδες και περιοδικά; Πόσοι έχουν τη γνώση ή τους δίνεται η δυνατότητα να ελέγξουν τη συνθήκη μέσα από την οποία γεννάται και δημοσιοποιείται η εικόνα τους; Το ζήτημα είναι καταφανώς ευρύτερο και επιτάσσει τη δημιουργία ενός πλαισίου κανόνων που θα διαφυλάσσει το δικαίωμα στην αναπαράσταση και στην προστασία από τις καταχρήσεις της αναπαράστασης ή δημοσιοποίησης της φωτογραφικής εικόνας. Το πλαίσιο αυτό κανόνων πρέπει να τηρεί ίσες αποστάσεις απέναντι σε φτωχούς ή πλούσιους, ασθενείς ή υγιείς, αστούς ή χωρικούς, πολίτες του Πρώτου ή του Τρίτου Κόσμου, παύοντας τις διακρίσεις που καθιστούν συχνά τη φωτογραφική (και κάθε άλλου είδους τεχνική) αναπαράσταση ή την άρνησή της ζήτημα ταξικό ή φυλετικό που συνδέεται, όπως ευφυώς σημείωνε η Susan Sontag, με τη διατήρηση της εξουσίας ή την ψυχαγωγία των μαζών[17].

Μπορεί όμως να αναπαρασταθεί η τρέλα; Ο Βρετανός Francis Galton τη δεκαετία του 1880 αναζητούσε τη φυσιογνωμία της αθροίζοντας πολλές σύντομες εκφωτίσεις από πρόσωπα τρελών στο ίδιο αρνητικό και δημιουργώντας ένα «συνδυαστικό» πορτραίτο[18]. Τί ακριβώς θέλει ή μπορεί να απεικονίσει τελικά μια εργασία όπως αυτή της Λέρου; Ανθρώπους που αντιστέκονται στην ιδρυματοποίηση; Την κτηνωδία της ασυλικής συνθήκης; Την ίδια την ψυχική νόσο; Αναμφίβολα ψήγματα από όλα αυτά και ίσως περισσότερα ακόμη. Ο φωτογράφος, όμως, στο ψυχιατρείο μπορεί εύκολα να καταλήξει να εικονίζει φευγαλέα είδωλα αυτού που νομίζει ότι καταλαβαίνει, αυτού που έχει εκπαιδευτεί να αναγνωρίζει, καθώς η απουσία εξοικείωσης με την ψυχική ασθένεια τον κρατά συχνά δέσμιο στερεότυπων. Άλλωστε, το ψυχιατρείο διατηρεί αναλογίες με τον πόλεμο: είναι κι αυτό μια απαγορευμένη ζώνη όπου οι συμβάσεις της κοινωνίας έχουν διαραγεί αποφασιστικά, πεδίο όπου αποθέτονται θύματα του κοινωνικού πόλεμου που μαίνεται με αμείωτη σφοδρότητα. Ο φωτογράφος, νιώθοντας την έξαψη της οριακής συνθήκης, μπορεί εύκολα να γίνει κυνηγός με θήραμα την εξωτική, αποκλεισμένη εκδοχή της πραγματικότητας, η οποία ικανοποιεί τον ασφαλή ηδονοβλεπτισμό του θεατή. Κατά τον Παναγιωτόπουλο «η φωτογραφία θεωρούσε πάντα νόστιμη τροφή το περιθώριο, τις ‘γραφικές’ ή διαφορετικές πραγματικότητες που ‘ανακαλύπτει’ ο αστός μόλις βγει από τη ρουτίνα της δικής του»[19]. Η εικόνα κάθε «αποκλίνουσας» πραγματικότητας, βέβαια, πλάθεται μονοσήμαντα με τους όρους της «φυσιολογικής», χωρίς να έχει αποσαφηνιστεί η σχέση της φωτογραφίας με την πραγματικότητα, όπως και το τι συνιστά απόκλιση. Ο Δεπόλλας προσπάθησε να μείνει μακριά από τη θεαματικότητα ή την εξωτικότητα, αποφεύγοντας την ιστορικά διαδεδομένη αντίληψη του «τρελού-θέαμα» και του «τρελού-ζώο», ισορροπώντας σε μια δύσκολη κόψη ανάμεσα στην καταγγελία του ασύλου και στην αντιμετώπιση των έγκλειστων ασθενών ως ανθρώπων που τιμωρούνται για την ασθένειά τους. Θεωρεί τη Λέρο ως τη σημαντικότερη εμπειρία για τη σφυρηλάτηση της αυτοσυνειδησίας του σχετικά με τις κοινωνικές ευθύνες του φωτογράφου. Η στάση του ανακαλεί το έργο της Diane Arbus τη δεκαετία του ’60. Η πλούσια σοδειά της Arbus από περιθωριακούς της Νέας Υόρκης περιείχε αφοπλιστικές φωτογραφίες από τραβεστί, νάνους, νευρωτικούς, παράξενους κάθε λογής, δίνοντας στον Edward Steichen και τη μεγαλόπρεπη, αλλά απλοϊκή, έκθεσή του The Family of Man την απάντηση ότι δεν αρκεί ο λυρικός ανθρωπισμός. Για να γίνει η ανθρωπότητα ένα πρέπει να διαπεράσουμε τα ορατά και αόρατα κοινωνικά όρια, πρέπει να κοιτάξουμε την άλλη πλευρά κατάματα.

Μπορεί ένα τέτοιο έργο να υπερβεί ποτέ τη δραματική κοινωνική συνθήκη που το γέννησε και να υψωθεί στο επίπεδο της τέχνης ή θα παραμένει πάντα μια λιγότερο ή περισσότερο έντεχνη καταγραφή; Η απάντηση, που χάνει ίσως το νόημά της όταν έρθει κανείς αντιμέτωπος με το βαθύ σκοτάδι του ασύλου, είναι πως η ουσιαστική απλότητα με την οποία ο Δεπόλλας προσεγγίζει το ψυχιατρείο της Λέρου, καθιστά τη φωτογραφία συγχρόνως κοινωνικό ντοκουμέντο, ιστορική εγγραφή και καλλιτεχνική έκφραση, όπου η ενεργή συνείδηση και η ριζωμένη βούληση αυτοέκφρασης συνοδοιπορούν. Η απλότητα αυτή, που συμπυκνώνει δραστικά την καλλιτεχνική σκέψη και πράξη μέσα από ένα μορφολογικά απλό σχήμα, είναι άλλωστε μια από τις μεγαλύτερες καλλιτεχνικές αρετές.

Ένα άλλο ερώτημα ανακύπτει επίσης αβίαστα: πώς η σώρευση τόσης γνώσης οδηγεί στη βάναυση εγκάθειρξη και στην εγκατάλειψη, προϊόντα εγκληματικής αμέλειας πολιορκημένης από ισχυρές δόσεις ιδιοτέλειας, άγνοιας, ρατσισμού; Ο Goya στην Αυλή των τρελών (1794), απεικονίζει τους τρελούς γυμνούς και ρακένδυτους να φορούν ψεύτικα στέμματα. Η μόνη αλλαγή με την εικόνα της Λέρου, παρά τις θεαματικές επιστημονικές και κοινωνικές κατακτήσεις, είναι η απάλειψη των στεμμάτων. Πού λανθάνει λοιπόν η ιατρική; Τη φαινομενική αντινομία επιχειρεί να λύσει ο Θόδωρος Μεγαλοοικονόμου υποστηρίζοντας ότι «η κλασική ψυχιατρική, παράλληλα με τις θεραπευτικές της επιδιώξεις και ολοένα περισσότερο σε σύγκρουση μ’ αυτές, προσφέρθηκε ως μηχανισμός κοινωνικού ελέγχου στην υπηρεσία των κρατικών μηχανισμών που προέκυψαν από τις αστικές επαναστάσεις στην Ευρώπη[20]». Ο Thomas Szasz, αντίστοιχα, υπογραμμίζει ότι η ψυχιατρική προσπαθεί να προστατεύσει την ακεραιότητα μιας υπερβολικά ετερογενούς και πλουραλιστικής κοινωνίας και την κυρίαρχη ηθική της[21]. Και οι δυο θέσεις αποδίδουν ξεκάθαρα στην ψυχιατρική, τουλάχιστον στην εφαρμογή της μέσα στα ψυχιατρικά ιδρύματα, έναν κυρίαρχα μη ιατρικό ρόλο.

Το έργο αυτό δημοσιοποιήθηκε από τον Δεπόλλα φειδωλά και με καθυστέρηση χρόνων, καθώς τον προβλημάτιζε η φτηνή σκανδαλοθηρία και η πολιτική εκμετάλλευση. Γνώριζε άλλωστε τα νομικά κενά που, παλιότερα ακόμη περισσότερο από ότι σήμερα, καθιστούσαν τους φωτογράφους ανίσχυρους να υπερασπιστούν την ακεραιότητα των εικόνων τους, συνεπώς των θέσεών τους. Η καταγγελία υπηρετήθηκε από τη δημοσίευση των φωτογραφιών του Νίκου Παναγιωτόπουλου το υλικό του οποίου, με εξαίρεση τις λίγες φωτογραφίες του Ταχυδρόμου, παραμένει επίσης άγνωστο. Η δημοσιοποίηση της εργασίας του Δεπόλλα, εικοσιπέντε χρόνια μετά δεν είναι όμως άκαιρη, ούτε εγγράφεται απλά ως ιστορική κατάθεση. Μέρος της ψυχιατρικής κοινότητας υποστηρίζει ότι η ουσία του ιδρυματικού μοντέλου δεν έχει και σήμερα ακόμη απαλειφθεί και ότι μένει να γίνουν πολλά για την αξιοπρεπή διαβίωση των ασθενών, την αληθινή επανένταξη, την άρση του στίγματος. Επίσης, σε μια εποχή οξυμένων κοινωνικών προβλημάτων όπου οι εστίες του κοινωνικού αποκλεισμού πληθαίνουν (πρόσφυγες, μετανάστες, άνεργοι, άστεγοι, τοξικομανείς), το έργο που οξύνει την ευαισθησία και οπλίζει τη μαχητική συνείδηση είναι κρίσιμο, ακόμη κι αν η συγκυρία που το γέννησε τείνει να εξαλειφθεί. Οι φωτογραφίες της Λέρου ζητούν, χωρίς να παραγράψουμε την ασθένεια, να αντικρίσουμε μετωπικά την ιδρυματική βία που συνδέεται με τον εγκλεισμό των ψυχικά ασθενών, τον οποίο ο Franco Basaglia ονόμαζε «έγκλημα σε καιρό ειρήνης». Μας ζητούν να στοχαστούμε ότι δεν μπορεί να υπάρξει Λέρος χωρίς συλλογική ευθύνη για την αποβολή του παρεκκλίνοντος, του «απειλητικού» Άλλου. Δεν μπορεί να υπάρξει Λέρος σε μια κοινωνία πολιτών που αρνείται τον κανονιστικό μύθο της «φυσιολογικότητας», που αναγνωρίζει και προστατεύει τη διαφορετικότητα. Ως φωτογραφίες μάς φέρνουν αντιμέτωπους με τον πάτο του πιθαριού, την εξαθλίωση και τον εξευτελισμό της ανθρώπινης ύπαρξης με άλλοθι τον κρατικό και επιστημονικό μανδύα. Αποκαλύπτουν επίσης την αδυναμία της φωτογραφίας να περιγράψει την ανατριχιαστική ολότητα της εμπειρίας (πώς να εισάγει κανείς την οσμή και τον ήχο; Πώς να χωρέσει στο κάδρο αυτό που δεν χωρά στο μυαλό;), καθιστώντας τις εικόνες ένα τραχύ, ελλειπτικό ντοκουμέντο για την ευάλωτη ανθρώπινη ψυχή και την έσχατη ανθρώπινη σκληρότητα. Ο Depardon χαρακτηρίστηκε από τον Basaglia «διάφανος» εξαιτίας της άνεσης με την οποία προσαρμόστηκε στο κλίμα του ασύλου. Ο Δεπόλλας, αντίθετα, παρέμεινε συνειδητά ορατός, προσπαθώντας να αναπαραστήσει ως ανθρώπους αυτούς που παρέμεναν «αθέατοι» μέσα στην ασθένεια, στον εγκλεισμό και στην απόλυτη εγκατάλειψη. Η απόσταση ανάμεσα στην προσέγγιση των δυο φωτογράφων φαντάζει μικρή. Στην πραγματικότητα είναι ένα βήμα τόσο τολμηρό όσο το να εισέλθεις στη «σύγχρονη πύλη του Άδη» κρατώντας τα μάτια ανοιχτά.

Ηρακλής Παπαϊωάννου


[1] Foucault, Michel. Η ιστορία της τρέλας, Ηριδανός, α.χ., σσ. 44, 49, 53-54, 56, 85-86, 224-228.

[2] Πλουμπίδης, Ν. Δημήτρης, Ιστορία της Ψυχιατρικής στην Ελλάδα, Σύγχρονα Θέματα / Τρίαψις Λόγος, Θεσσαλονίκη 1989, σσ. 23- 27, 119, 125-130, 220, 223.

[3] Α.Κ. Αντωνιάδης, Αγνοημένος Διεθνισμός: Η Αρχιτεκτονική του Λακκιού, Άνθρωπος και Χώρος, CORPUS, τευχ. 20, 1983, σελ.27-38, στο Μπελογιάννη-Αργυροπούλου, Μαίρη, Λακκί Λέρου, μια «διαφορετική» ελληνική πόλη, CORPUS, τευχ. 37, Απρ. 2002, σσ.74, 77-81.

[4] Παπαπέτρου Κώστας (κείμενο), Παναγιωτόπουλος Νίκος (φωτογραφίες), Θεραπευτήριο Λέρου, Η μεγάλη μας ντροπή, Ταχυδρόμος, 22 Απριλίου 1982, τευχ. 16 (1458), σελ.36.

[5] Γιάνναρου, Λίνα, Η Καθημερινή, 3/3/2007.

[6] Τα Νέα, 16.12.1981, σελ. 12.

[7] Foucault, Michel. Η ιστορία της τρέλας, Ηριδανός, α.χ., σελ. 96.

[8] Foucault, Michel. Η ιστορία της τρέλας, Ηριδανός, σελ. 70.

[9] Basaglia, Franco, Αποκατάσταση και κοινωνικός έλεγχος, περιοδ. Κοινωνία & Ψυχική Υγεία, τευχ.2, Ιανουάριος 2007, σελ. 34.

[10] Παπαπέτρου Κώστας (κείμενο), Παναγιωτόπουλος Νίκος (φωτογραφίες), Θεραπευτήριο Λέρου, Η μεγάλη μας ντροπή, Ταχυδρόμος, 22 Απριλίου 1982, τευχ. 16 (1458), σελ.28-36.

[11] Λουκάς, Ιωάννης, Λέρος και Ψυχιατρική Μεταρρύθμιση: Από τον Ιδρυματισμό στον Νεοϊδρυματισμό, περιοδ. Κοινωνία & Ψυχική Υγεία, τευχ.3, Μάιος 2007, σελ. 32.

[12] Μιχαηλίδης, Χρήστος, Διεθνώς ρεζίλι!, Ελευθεροτυπία, 11.9.1989, σελ. 22.

[13] Καράβατος, Θανάσης, Η πολιτική της Ψυχικής Υγείας στη χώρα μας: προβληματισμοί και προοπτικές, Στο Ψυχιατροδικαστική, Α. Δουζένης, Λ. Λύκουρας, (επιμ.), εκδ. Πασχαλίδη 2007.

[14] Καράβατος, Θανάσης, Ηθικά και δεοντολογικά ζητήματα στην Ψυχιατρική, υπό έκδοση

[15] Η φυσιογνωμική θεωρία υποστήριζε ότι ο χαρακτήρας του ανθρώπου αντανακλάται στα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Στη σύγχρονη εκδοχή της προωθήθηκε από τον Ελβετό πάστορα Johann Kaspar Lavater στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα. Στο πλαίσιο αυτό, έγινε προσπάθεια να κατηγοριοποιηθούν οι ψυχασθένειες με βάση τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά των ασθενών.

[16] Πιέρ Μορέλ, Ζαν-Πιέρ Μπουρζερόν, Ελιζαμπέτ Ρουντινεσκό, Πέρα από το ασυνείδητο, εικονογραφημένη ιστορία της ψυχιατρικής και της ψυχανάλυσης, Εξάντας, Αθήνα 2004, σελ.197-198.

[17] Sontag, Susan, Περί Φωτογραφίας, Φωτογράφος, Αθήνα 1993, σελ. 166.

[18] Kemp Martin & Marina Wallace, Spectacular Bodies, The Art and Science of the Human Body from Leonardo to Now, Univeristy of California Press – Hayward Gallery, Λονδίνο 2000, σσ.134-135.

[19] Παναγιωτόπουλος, Νίκος. Λέρος, Εικόνες ψυχασθένειας / Ψυχασθένειες της εικόνας, στο «Ψυχιατρική και Εικόνα / Εικόνες της Ψυχιατρικής, Hellenic Photography Selections, τευχ. 3, Απρ.-Ιουν. 1991.

[20] Μεγαλοοικονόμου, Θόδωρος, Εθνική κάθαρση και εξορία: η περίπτωση της Λέρου, www.politikokafeneio.com.

[21] Szasz, Thomas, Η βιομηχανία της τρέλας, Ιανός, Θεσσαλονίκη 1983, σελ. 81.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

- Depardon, Raymond, San Clèmente, Centre Nationale de la Photographie, Παρίσι 1984.

- Foucault, Michel. Η ιστορία της τρέλας, Ηριδανός, Αθήνα α.χ..

- Frizot, Michel (επιμ.), «Body of Evidence» του Michel Frizot, στο A New History of Photography, Konneman, Κολωνία 1998.

- Kemp Martin & Marina Wallace, Spectacular Bodies, The Art and Science of the Human Body from Leonardo to Now, Univeristy of California Press – Hayward Gallery, Λονδίνο 2000.

- Rosenblum, Naomi. A World History of Photography, Abbeville, Νέα Υόρκη 1989.

- Szasz, Thomas, Η βιομηχανία της τρέλας, Ιανός, Θεσσαλονίκη 1983.

- Γ- Δ.Ν. Πλουμπίδης, Αθ. Καράβατος, Γ.Ν. Χριστοδούλου, Οι βασικές γραμμές εξέλιξης της Ψυχιατρικής & Η ανάπτυξη της Ψυχιατρικής στην Ελλάδα μέχρι το 1950, στο Ανθολόγιο Ελληνικών Ψυχιατρικών Κειμένων, Ελληνική Ψυχιατρική Εταιρεία, Βήτα, Αθήνα 2006.

- Πιέρ Μορέλ, Ζαν-Πιέρ Μπουρζερόν, Ελιζαμπέτ Ρουντινεσκό, Πέρα από το ασυνείδητο, εικονογραφημένη ιστορία της ψυχιατρικής και της ψυχανάλυσης, Εξάντας, Αθήνα 2004.

- Πλουμπίδης, Ν. Δημήτρης, Ιστορία της Ψυχιατρικής στην Ελλάδα, Σύγχρονα Θέματα / Τρίαψις Λόγος, Θεσσαλονίκη 1989.

- Baillon, Guy, Θετικά και αρνητικά μαθήματα από τη γαλλική Πολιτική του Τομέα (1960-2006), Σύναψις (Επιθεώρηση Ψυχιατρικής, Νευροεπιστημών & Επιστημών του Ανθρώπου, τευχ. 4, Χειμώνας 06-07.

- Basaglia, Franco, Κοινωνική Δομή, Υγεία και Ψυχική Υγεία, διάλεξη του 1979, Κοινωνία & Ψυχική Υγεία, τευχ. 3, Μάιος 2007, στο υπό έκδοση βιβλίο Εναλλακτική Ψυχιατρική των εκδόσεων Καστανιώτη.

- Basaglia, Franco, Αποκατάσταση και κοινωνικός έλεγχος, Κοινωνία & Ψυχική Υγεία, τευχ.2, Ιανουάριος 2007.

- Καράβατος, Θανάσης, Από το Άσυλο στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο και την Ψυχιατρική Μεταρρύθμιση, εισήγηση στη Στρογγυλή Τράπεζα με θέμα Ψυχιατρική Μεταρρύθμιση, στο 19ου Πανελλήνιο Ψυχιατρικό Συνέδριο, Αθήνα 4-8 Μαΐου 2006.

- Καράβατος, Θανάσης, Ηθικά και δεοντολογικά ζητήματα στην Ψυχιατρική, Στο Ψυχιατροδικαστική, Α. Δουζένης, Λ. Λύκουρας, (επιμ.), εκδ. Πασχαλίδη 2007.

- Καράβατος, Θανάσης, Πέντε βασικές θέσεις για την ψυχιατρική μεταρρύθμιση, εισήγηση στη Στρογγυλή Τράπεζα με θέμα Η πολιτική της Ψυχικής Υγείας στη χώρα μας: προβληματισμοί και προοπτικές, στην επετειακή ημερίδα για τα 50 χρόνια του Ελληνικού Κέντρου Ψυχικής Υγιεινής. Αθήνα 15 Δεκεμβρίου 2006.

- Καράβατος Θανάσης, Ανδρέου Χ., Το στίγμα της ψυχικής νόσου, Archives of Hellenic Medicine, 21(3), 2004.

- Μπελογιάννη-Αργυροπούλου, Μαίρη, Λακκί Λέρου, μια «διαφορετική» ελληνική πόλη, CORPUS, τευχ.37, Απρ. 2002.

- Λουκάς, Ιωάννης, Λέρος και Ψυχιατρική Μεταρρύθμιση: Από τον Ιδρυματισμό στον Νεοϊδρυματισμό, Κοινωνία & Ψυχική Υγεία, τευχ.3, Μάιος 2007.

- «Γιώργος Δεπόλλας, Άνθρωποι στο Ψυχιατρείο», συνέντευξη στη Νατάσσα Μαρκίδου, Φωτογραφία, τευχ.2, Β΄ περίοδος, Ιουλ.-Αυγ.1989.

- Παπαϊωάννου, Ηρακλής, Επιτήρηση και απαγόρευση, Φωτογράφος, τευχ.109, Νοέμβριος 2002.

- Παπαϊωάννου, Ηρακλής, Τα πορτραίτα του Γιώργου Δεπόλλα, Φωτογράφος, τεύχος 99, Δεκέμβριος 2001.

- Παπαπέτρου Κώστας (κείμενο), Παναγιωτόπουλος Νίκος (φωτογραφίες), Θεραπευτήριο Λέρου, Η μεγάλη μας ντροπή, Ταχυδρόμος, 22 Απριλίου 1982, τευχ. 16 (1458), σελ.28-36.

- Ψυχιατρική και Εικόνα / Εικόνες της Ψυχιατρικής, Hellenic Photography Selections, τευχ. 3, Απρ.-Ιουν. 1991.

- Merritt, John, Europe’s guilty secret, Observer, 10.9.1989.

- Γιάνναρου, Λίνα, Η Καθημερινή, 3/3/2007.

- Καζαλόττι, Ελιζαμπέττα, Ο εφιάλτης του αποκλεισμού παραμένει, Ελευθεροτυπία, 5.5.2007.

- Μιχαηλίδης, Χρήστος, Διεθνώς ρεζίλι!, Ελευθεροτυπία, 11.9.1989.

- Σ. Στυλιανίδη, Π.Χ. Χονδρού, Νέας γενιάς πειραματόζωα, Ελευθεροτυπία, 28.12.2006.

- Φυντανίδου, Έλενα, Η ψυχιατρική μεταρρύθμιση χρειάζεται επειγόντως ... ψυχίατρο, Το Βήμα, 18/4/1999.

- Πενταπλάσιοι οι ακούσιοι εγκλεισμοί στην Ελλάδα, Ελευθεροτυπία, 23.5.2007, σελ. 17.

- Τα Νέα, 16.12.1981.

- Μεγαλοοικονόμου, Θόδωρος, Εθνική κάθαρση και εξορία: η περίπτωση της Λέρου, www.politikokafeneio.com.

Αυτή η σελίδα χρησιμοποιεί cookies για να διαχειριστεί τα στοιχεία χρήσης, στατιστικά πλοήγησης και άλλες λειτουργίες. Επισκεπτόμενοι τη σελίδα μας συμφωνείτε οτι μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε cookies.

OK