Όριο - Ταυτότητα

ΒΟΥΒΗ ΚΡΑΥΓΗ ΣΕ ΜΑΥΡΟ ΦΟΝΤΟ

Τα δυο νέα έργα του Γιώργου Δεπόλλα, που παρουσιάστηκαν στην ομαδική έκθεση Fata Morgana στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στο πλαίσιο της Photosynkyria 2005 μοιάζουν, εκ πρώτης, εμφατικά διαφορετικά από τις τελευταίες εργασίες του.

Το πρώτο έργο με τίτλο Ταυτότητα αποτελείται από 13 polaroid, τοποθετημένα το καθένα στην ειδική μαύρη κασετίνα που περιέχει τα ανεκφώτιστα φύλλα. Κάθε κασετίνα περιέχεται σε ένα μικρό μαύρο κάδρο, με μαύρο επίσης φόντο. Οι φωτογραφίες είναι σκούρες και εικονίζουν τον Δεπόλλα σε ένα περιβάλλον όπου τίποτε δεν αναγνωρίζεται εκτός από μια γυμνή μορφή που υποδύεται σε κάθε φωτογραφία μια πτυχή του χαρακτήρα του. Κάθε φωτογραφία φέρει, κατά παράδοση στο έργο του, ευρηματικό τίτλο όπως φορέας αμαρτιών, αχθοφόρος σφαλμάτων, δεσμώτης ισορροπιών, επαίτης ηδονών, ιχνευτής αδιεξόδων, ικέτης απαντήσεων. Οι εσωτερικές αυτές όψεις χαρακτήρα, τόσο διαφορετικές και πιο ουσιαστικές από τις συνήθεις σχετικές κατηγοριοποιήσεις, επιδεικνύουν αυτοσαρκασμό και έναν άνθρωπο ευάλωτο, αν όχι επιρρεπή, στις αντιφάσεις. Η γυμνότητα συμβολίζει εδώ τη διαλεκτική ενός δημόσιου διαλόγου στον οποίο ο δημιουργός προσέρχεται απροστάτευτος, χωρίς προσχεδιασμένες άμυνες, ενώ το ημίφως φανερώνει την έλλειψη αυτογνωσίας, αλλά και την προσπάθεια του ανθρώπου να αναδυθεί από το πυκνό σκοτάδι, υπερνικώντας την ατελή πλευρά του εαυτού του στην οποία η θρησκευτική μεταφυσική αναγνωρίζει το πρόσωπο του κακού. Καθώς ο φωτογράφος χρησιμοποιεί τον εαυτό του ως μοντέλο, το έργο αποκτά μια προσωπική υπαρξιακή διάσταση, χωρίς να εξαιρείται ασφαλώς η ευρύτερη κοινωνική. Ο θεατής έρχεται τελικά αντιμέτωπος με ένα σώμα που ελίσσεται, συστρέφεται, συσπάται, μορφάζει, καθώς η γλώσσα του σώματος σκιαγραφεί την πολλαπλότητα χαρακτήρων που περιέχονται στο ίδιο σαρκίο. Το σώμα έτσι εμφανίζεται ως κιβωτός που περικλείει τη θαυμαστή και σκοτεινή πολυπλοκότητα του ανθρώπινου είναι.

Τα επαναλαμβανόμενα στοιχεία (απόσταση και γωνία λήψης, συνθήκη φωτισμού) συνθέτουν μια σειριακή διαδοχή εικόνων που θυμίζει film stills, υποδηλώνοντας ότι πρόκειται για εκφάνσεις του ίδιου ανθρώπου και μεγεθύνοντας τον αντίκτυπο του έργου. Το polaroid μοιάζει να επιλέγεται αφενός λόγω του μικρού μεγέθους που έλκει τον θεατή προς την εικόνα, υποδεικνύοντας ένα φαινόμενο περισσότερο εσωτερικό ενώ ταυτόχρονα εναντιώνεται στην αυθαίρετη λογική του γιγαντισμού των φωτογραφιών. Αφετέρου, η στιγμιαία φωτογραφία συμβολίζει την ταχεία εναλλαγή όψεων του χαρακτήρα, συνεπώς τη δυσκολία να σχηματίσει κανείς μια σαφή, διακριτή ταυτότητα. Τα μικρά μαύρα κάδρα με το μαύρο πλαίσιο υπογραμμίζουν αντίστοιχα μια αίσθηση υπαρξιακής αβεβαιότητας, καθώς εμφανίζουν τον άνθρωπο ως μικρή φιγούρα που αναδύεται τρεμοφέγγοντας από το σκοτάδι.

Ο αριθμός 13 του συνόλου των κάδρων, προσθέτει μια ανεπαίσθητη νότα μυστηρίου, σ΄ αυτό που ήδη μοιάζει με γρίφο αναρτημένο στον τοίχο. Τέλος, ο εραστής απεικονίσεων και ο ταριχευτής αναμνήσεων είναι ίσως δυο χαρακτήρες που ταιριάζουν στην πολύχρονη, βιωματική σχέση του Δεπόλλα με τη φωτογραφία, περιγράφοντας πάλι με ικανή δόση αυτοσαρκασμού το πώς ο ίδιος αντιμετωπίζει την αφετηρία και τα κίνητρα αυτής της σχέσης.

Το δεύτερο έργο, με τίτλο Όριο, αποτελείται από 9 σπαρακτικά πορτρέτα, όπου το πρόσωπο του δημιουργού μοιάζει να εκρήγνυται με κραυγές απόγνωσης. Οι συνθήκες λήψης και ο τρόπος παρουσίασης είναι ταυτόσημοι με το προηγούμενο έργο με τη διαφορά ότι τα πορτρέτα είναι σαφώς πιο κοντινά, απεικονίζοντας τον δημιουργό ως το ύψος του ώμου. Περιγράφουν μια συνθήκη σύγχυσης, απελπισίας, αδιεξόδου που παραμένει πολύσημη, καθώς δεν διευκρινίζεται αν αφορά στις ατομικές ή συλλογικές συνθήκες ύπαρξης, την πολιτική κατάσταση σε τοπικό ή ευρύτερο επίπεδο ή μια αντίδραση στα καλλιτεχνικά τεκταινόμενα. Αν και η κραυγή του Δεπόλλα παραμένει μια βουβή, δυσδιάστατη αναπαράσταση, ανακαλεί τα ξεκούρδιστα, γεμάτα βραχνή ένταση, ουρλιαχτά του Tom Waits.

Το έργο γεννά ίσως την εντύπωση ότι περιγράφει την πνευματική κατάσταση ενός ατόμου διαταραγμένου και μάλιστα σε κατάσταση κρίσης. Τι τεκμήρια διαθέτουμε άλλωστε ότι περιεχόμαστε στον ασφαλή κύκλο που ορίζει η αστική και επιστημονική «φυσιολογικότητα»; Μοιάζει όμως να υπαινίσσεται ότι όποιος συνειδητοποιεί πραγματικά τις συνθήκες της σύγχρονης ύπαρξης, μέσα από το ασφαλές και υψηλό σχετικά βιοτικό επίπεδο που βρίσκεται στην αντίπερα όχθη της βασανιστικής φτώχιας του Τρίτου Κόσμου, αλλά και της φτώχιας των ίδιων των δυτικών κοινωνιών, μέσα από τις συνθήκες ιδεολογικής χειραγώγησης που συμβαδίζουν με τη μεγαλύτερη ποτέ ροή πληροφοριών, τα διαρκώς υψηλότερα τείχη στις ανθρώπινες σχέσεις, την έλλειψη πραγματικής ψυχικής, σωματικής και πνευματικής ποιότητας στις συνθήκες ζωής και την καθημερινότητα, τον εκφυλισμό της σύγχρονης τέχνης, την κατάρρευση των ιδεολογιών και την τηλεοπτικοποίηση των πάντων, δεν φαίνεται να έχει άλλη διέξοδο από το άγριο ουρλιαχτό. Πρόκειται για ένα έργο βαθιά προσωπικό, αλλά εμβληματικό μιας εποχής όπου διαρκώς υπερβαίνονται όρια σε ταχείς ρυθμούς, ενώ οι πρότερες σταθερές αρχές, σχέσεις ή αξίες μοιάζουν όλο και περισσότερο με κινούμενη άμμο.

Ο Γιώργος Δεπόλλας, συνεπής στο κλίμα διαρκούς αμφισβήτησης που σημαδεύει το έργο του, αυτοϋπονομεύεται για μια ακόμη φορά με την ιδιαίτερη αυθεντικότητα που τον διακρίνει στην ακριβή έκφραση του ψυχισμού του: προσφέρει τον εαυτό του γυμνό από κάθε άμυνα, κάθε κοινωνική, καλλιτεχνική ή άλλη προστιθέμενη αξία στην πορεία μιας ζωής, σε μια δράση που μοιάζει με λυτρωτική εκτόνωση. Σε μια performance μπροστά από το φακό που εδώ μοιάζει να παίζει περισσότερο ρόλο εξομολογητή. Παράλληλα, τοποθετείται έμμεσα σε καίρια κοινωνικά φαινόμενα απελευθερώνοντας, σε αντιστοιχία με το υποδειγματικό Blue Velvet του David Lynch, κάτι από την υφέρπουσα παράνοια των προχωρημένων βιομηχανικών κοινωνιών που είναι ο αντίποδας της φαινομενικής ασφάλειας και του απόλυτου κομφορμισμού.

Ηρακλής Παπαϊωάννου

Αυτή η σελίδα χρησιμοποιεί cookies για να διαχειριστεί τα στοιχεία χρήσης, στατιστικά πλοήγησης και άλλες λειτουργίες. Επισκεπτόμενοι τη σελίδα μας συμφωνείτε οτι μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε cookies.

OK